Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

о-в Σπέτσες

См. также в других словарях:

  • Σπέτσες — Νησί στην είσοδο του Αργολικού κόλπου που υπάγεται στην επαρχία Πειραιά του ομώνυμου νομού. Ο ομώνυμος οικισμός (3603 κάτ.) συγκροτεί δήμο της νομαρχίας Πειραιώς, του νομού Αττικής, της περιφέρειας Αττικής. Το νησί είναι ιδιαίτερα συνδεδεμένο με… …   Dictionary of Greek

  • Σπέτσες — Sp Spètsės Ap Σπέτσες/Spetses L s. Argolidės įl. ir g tė joje, P Graikija …   Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė

  • Αλταμούρα-Μπούκουρα, Ελένη — (Σπέτσες 1824 – 1900). Ελληνίδα ζωγράφος, η πρώτη χρονολογικά, της απελευθερωμένης Ελλάδας. Για να ικανοποιήσει την κλίση της στη ζωγραφική αντιμετωπίζοντας τις προκαταλήψεις της εποχής της, ντύθηκε αντρικά και σπούδασε ζωγραφική στην Ιταλία, στο …   Dictionary of Greek

  • Γκίνης, Άγγελος — (Σπέτσες 1859 – Αθήνα 1928). Μηχανικός και πανεπιστημιακός. Σπούδασε πολιτικός μηχανικός στα γερμανικά πολυτεχνεία της Δρέσδης και της Καρλσρούης (1877 81). Το 1881 επέστρεψε στην Ελλάδα και προσελήφθη ως νομομηχανικός και επιθεωρητής στην… …   Dictionary of Greek

  • Λίτσας, Δημήτριος — (Σπέτσες 1883 – Αλεξάνδρεια 1952). Ζωγράφος. Θεωρείται ο κορυφαίος ζωγράφος που ανέδειξε ο ελληνισμός της Αιγύπτου, μετά τον Κωνσταντίνο Παρθένη. Απόφοιτος της Σχολής Καλών Τεχνών της Αθήνας, έζησε για ένα διάστημα στη Σμύρνη και στην… …   Dictionary of Greek

  • Μπουμπουλίνα, Λασκαρίνα — (Κωνσταντινούπολη 1776 – Σπέτσες 1825). Αγωνίστρια του 1821. Ο πατέρας της, ο Σταυριανός Πινότσης, πέθανε στα δεσμωτήρια της Πύλης και, αργότερα, η χήρα μητέρα της παντρεύτηκε τον Σπετσιώτη πρόκριτο Δημήτριο Λαζάρ Ορλόφ. Η Λασκαρίνα μεγάλωσε στις …   Dictionary of Greek

  • Αλεξάνδρου — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Αλέξανδρος. Καταγόταν από τις Σπέτσες και πήρε μέρος στις ναυτικές επιχειρήσεις της Σούδας κ.α. 2. Αποστολάκης. Καταγόταν από τις Σπέτσες και ήταν ιδιοκτήτης του πλοίου Άγιος Νικόλαος, το οποίο χρησιμοποιήθηκε ως… …   Dictionary of Greek

  • Μπότασης — Οικογένεια Σπετσιωτών που καταγόταν από το Κρανίδι, μέλη της οποίας διέπρεψαν στο ναυτικό εμπόριο και πρόσφεραν σημαντικές υπηρεσίες στην Επανάσταση. 1. Γκίκας (1761 1831). Ενίσχυσε την Επανάσταση και, με τη συνεργασία της Μπουμπουλίνας και άλλων …   Dictionary of Greek

  • Γιάννουζας — Επώνυμο οικογένειας αγωνιστών του 1821, από τις Σπέτσες. 1. Δημήτριος. Καταγόταν από τις Σπέτσες. Πλοίαρχος και σύζυγος της Μπουμπουλίνας. Πήρε μέρος σε πολλές ναυτικές επιχειρήσεις. 2. Ιωάννης. Γιος του προηγούμενου. Πήρε μέρος σε πολλές… …   Dictionary of Greek

  • Διομήδης-Κυριακός — Επώνυμο γνωστής οικογένειας από τις Σπέτσες, μέλη της οποίας διακρίθηκαν κατά τον 19ο και τον 20ό αι. 1. Αλέξανδρος (Αθήνα 1875 – 1950). Οικονομολόγος και πολιτικός. Ήταν γιος του Νικολάου Δ. K. (βλ. 6.). Σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών… …   Dictionary of Greek

  • Ζάρας, Ιωσήφ — (Δαλματία ; – Σπέτσες 1840;). Φιλέλληνας αγωνιστής του 1821. Είναι γνωστός και με το όνομα Γκιουζέπος. Αρχικά κατευθύνθηκε στις Σπέτσες, για να εξοπλίσει με κανόνια τα πλοία του Αγώνα. Κατά τη διάρκειά του αντιμετώπισε πολλές περιπέτειες, αλλά… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»